Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
γκάρισμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Συνώνυμα
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
γκάρισμα
τα
γκαρίσμα
τ
α
γενική
του
γκαρίσμα
τ
ος
των
γκαρισμά
τ
ων
αιτιατική
το
γκάρισμα
τα
γκαρίσμα
τ
α
κλητική
γκάρισμα
γκαρίσμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
γκάρισμα
<
γκαρίζω
+
-μα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
γκάρισμα
ουδέτερο
(
φωνή ζώου
) η
φωνή
του
γαϊδάρου
δυνατή
,
άσχημη
ή
παράφωνη
κραυγή
Συγγενικά
επεξεργασία
γκαρίζω
Συνώνυμα
επεξεργασία
ογκάνισμα
ογκανισμός
ογκηθμός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
γκάρισμα
αγγλικά
:
braying
(en)
,
bray
(en)
γαλλικά
:
braiment
(fr)