braiment
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- braiment < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
braiment | braiments |
braiment (fr) αρσενικό
- το γκάρισμα
ενικός | πληθυντικός |
braiment | braiments |
braiment (fr) αρσενικό