γιγαντωμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γιγαντωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου γιγαντώνομαι
Μετοχή
επεξεργασίαγιγαντωμένος, -η, -ο
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία γιγαντωμένος
|
γιγαντωμένος, -η, -ο
|