Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
γιγαντεμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Μετοχή
1.1.1
Δείτε επίσης
1.1.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
γιγαντεμέν
ος
η
γιγαντεμέν
η
το
γιγαντεμέν
ο
γενική
του
γιγαντεμέν
ου
της
γιγαντεμέν
ης
του
γιγαντεμέν
ου
αιτιατική
τον
γιγαντεμέν
ο
τη
γιγαντεμέν
η
το
γιγαντεμέν
ο
κλητική
γιγαντεμέν
ε
γιγαντεμέν
η
γιγαντεμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
γιγαντεμέν
οι
οι
γιγαντεμέν
ες
τα
γιγαντεμέν
α
γενική
των
γιγαντεμέν
ων
των
γιγαντεμέν
ων
των
γιγαντεμέν
ων
αιτιατική
τους
γιγαντεμέν
ους
τις
γιγαντεμέν
ες
τα
γιγαντεμέν
α
κλητική
γιγαντεμέν
οι
γιγαντεμέν
ες
γιγαντεμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
γιγαντεμένος
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
γιγαντεύω
Δείτε επίσης
επεξεργασία
γιγαντωμένος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
γιγαντεμένος