↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γιαγλίδικος η γιαγλίδικη το γιαγλίδικο
      γενική του γιαγλίδικου της γιαγλίδικης του γιαγλίδικου
    αιτιατική τον γιαγλίδικο τη γιαγλίδικη το γιαγλίδικο
     κλητική γιαγλίδικε γιαγλίδικη γιαγλίδικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γιαγλίδικοι οι γιαγλίδικες τα γιαγλίδικα
      γενική των γιαγλίδικων των γιαγλίδικων των γιαγλίδικων
    αιτιατική τους γιαγλίδικους τις γιαγλίδικες τα γιαγλίδικα
     κλητική γιαγλίδικοι γιαγλίδικες γιαγλίδικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
γιαγλίδικος < τουρκική yağlı + -ίδικος < yağ (λάδι, λίπος) +‎ -lı

  Επίθετο

επεξεργασία

γιαγλίδικος, -η, -ο

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία