Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γεωχωρικός η γεωχωρική το γεωχωρικό
      γενική του γεωχωρικού της γεωχωρικής του γεωχωρικού
    αιτιατική τον γεωχωρικό τη γεωχωρική το γεωχωρικό
     κλητική γεωχωρικέ γεωχωρική γεωχωρικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γεωχωρικοί οι γεωχωρικές τα γεωχωρικά
      γενική των γεωχωρικών των γεωχωρικών των γεωχωρικών
    αιτιατική τους γεωχωρικούς τις γεωχωρικές τα γεωχωρικά
     κλητική γεωχωρικοί γεωχωρικές γεωχωρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

γεωχωρικός < γεω- + χωρικός, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική geospatial

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ʝe.o.xo.ɾiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γε‐ω‐χω‐ρι‐κός

  Επίθετο επεξεργασία

γεωχωρικός, -ή, -ό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr