Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γεφυροπαρεγκεφαλιδικός η γεφυροπαρεγκεφαλιδική το γεφυροπαρεγκεφαλιδικό
      γενική του γεφυροπαρεγκεφαλιδικού της γεφυροπαρεγκεφαλιδικής του γεφυροπαρεγκεφαλιδικού
    αιτιατική τον γεφυροπαρεγκεφαλιδικό τη γεφυροπαρεγκεφαλιδική το γεφυροπαρεγκεφαλιδικό
     κλητική γεφυροπαρεγκεφαλιδικέ γεφυροπαρεγκεφαλιδική γεφυροπαρεγκεφαλιδικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γεφυροπαρεγκεφαλιδικοί οι γεφυροπαρεγκεφαλιδικές τα γεφυροπαρεγκεφαλιδικά
      γενική των γεφυροπαρεγκεφαλιδικών των γεφυροπαρεγκεφαλιδικών των γεφυροπαρεγκεφαλιδικών
    αιτιατική τους γεφυροπαρεγκεφαλιδικούς τις γεφυροπαρεγκεφαλιδικές τα γεφυροπαρεγκεφαλιδικά
     κλητική γεφυροπαρεγκεφαλιδικοί γεφυροπαρεγκεφαλιδικές γεφυροπαρεγκεφαλιδικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

γεφυροπαρεγκεφαλιδικός < γέφυρα + -ο- + παρεγκεφαλίδα]] + -ικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική cerebellopontine)

  Επίθετο επεξεργασία

γεφυροπαρεγκεφαλιδικός

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία