Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γεννάδας οι γεννάδες
      γενική του γεννάδα των γεννάδων
    αιτιατική τον γεννάδα τους γεννάδες
     κλητική γεννάδα γεννάδες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γεννάδας < αρχαία ελληνική γεννάδας

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ʝeˈna.ðas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γεν‐νά‐δας

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γεννάδας αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • γεννάδας - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική γεννάδᾱς οἱ γεννάδαι
      γενική τοῦ γεννάδου τῶν γενναδῶν
      δοτική τῷ γεννάδ τοῖς γεννάδαις
    αιτιατική τὸν γεννάδᾱν τοὺς γεννάδᾱς
     κλητική ! γεννάδ γεννάδαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  γεννάδ
γεν-δοτ τοῖν  γεννάδαιν
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'νεανίας', Κατηγορία 'νεανίας' όπως «νεανίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γεννάδας < γέννα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γεννάδας αρσενικό

  Πηγές επεξεργασία