Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γενικεύσιμος η γενικεύσιμη το γενικεύσιμο
      γενική του γενικεύσιμου της γενικεύσιμης του γενικεύσιμου
    αιτιατική τον γενικεύσιμο τη γενικεύσιμη το γενικεύσιμο
     κλητική γενικεύσιμε γενικεύσιμη γενικεύσιμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γενικεύσιμοι οι γενικεύσιμες τα γενικεύσιμα
      γενική των γενικεύσιμων των γενικεύσιμων των γενικεύσιμων
    αιτιατική τους γενικεύσιμους τις γενικεύσιμες τα γενικεύσιμα
     κλητική γενικεύσιμοι γενικεύσιμες γενικεύσιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

γενικεύσιμος < γενικεύω + -σιμος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Επίθετο επεξεργασία

γενικεύσιμος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία