γενικεύσιμος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- γενικεύσιμος < γενικεύω + -σιμος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο επεξεργασία
γενικεύσιμος, -η, -ο
- που μπορεί να γενικευτεί
γενικεύσιμος, -η, -ο