γατόπαρδος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- γατόπαρδος < (λόγιο δάνειο) ιταλική gattopardo < gatto (γάτα) + pardo (όπως στο λεόπαρδος)[1]
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɣaˈto.paɾ.ðos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γα‐τό‐παρ‐δος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
γατόπαρδος αρσενικό
- (θηλαστικό ζώο) αιλουροειδές θηλαστικό, κίτρινο με μαύρες βούλες, γνωστό για την ταχύτητά του (Acinonyx jubatus)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ γατόπαρδος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας