Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κυναίλουρος < κύων + αίλουρος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κυναίλουρος αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία