Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κυναίλουρος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
Ετυμολογία
επεξεργασία
κυναίλουρος
<
κύων
+
αίλουρος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κυναίλουρος
αρσενικό
(
θηλαστικό ζώο
) ο
γατόπαρδος
ή
τσίτα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κυναίλουρος