λεόπαρδος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | λεόπαρδος | οι | λεόπαρδοι |
γενική | του | λεόπαρδου & λεοπάρδου |
των | λεόπαρδων & λεοπάρδων |
αιτιατική | τον | λεόπαρδο | τους | λεόπαρδους & λεοπάρδους |
κλητική | λεόπαρδε | λεόπαρδοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- λεόπαρδος < ελληνιστική κοινή λεόπαρδος < αρχαία ελληνική λέων + ελληνιστική κοινή πάρδος (< αρχαία περσική )
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /leˈo.paɾ.ðos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λε‐ό‐παρ‐δος
Ουσιαστικό επεξεργασία
λεόπαρδος αρσενικό
- (λόγιο, θηλαστικό ζώο) μορφη λεοπάρδαλη
Μεταφράσεις επεξεργασία
λεόπαρδος
|