κατόπαρδος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κατόπαρδος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κατόπαρδος
Ουσιαστικό
επεξεργασίακατόπαρδος αρσενικό
- (θηλαστικό ζώο) (παρωχημένο) άλλη μορφή του γατόπαρδος
Συνώνυμα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίακατόπαρδος αρσενικό
- (θηλαστικό ζώο) είδος αιλουροειδούς, ο γατόπαρδος
- ※ 14ος αιώνας Διήγησις παιδιόφραστος των ζώων των τετραπόδων[2], 888
- ὁ κατόπαρδος καὶ ὁ βασιλεύς ο λέων
- ※ 16ος-17ος αιώνας ⌘ Κορνάρος, Ερωτόκριτος, 2.337
- ὀρά 'χε σὰν κατόπαρδος καὶ πόδια σὰ βουβάλι
- ※ 14ος αιώνας Διήγησις παιδιόφραστος των ζώων των τετραπόδων[2], 888
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαμε το κάτος
με το πάρδος
- λεοντόπαρδος (λεοπάρδαλη)
- λυκόπαρδος
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ κατόπαρδος - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
- ↑ Πηγές του Αναλυτικού Λεξικού Κριαρά
Πηγές
επεξεργασία- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .