↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γαιανθρακοφόρος η γαιανθρακοφόρος
γαιανθρακοφόρα
το γαιανθρακοφόρο
      γενική του γαιανθρακοφόρου της γαιανθρακοφόρου
γαιανθρακοφόρας
του γαιανθρακοφόρου
    αιτιατική τον γαιανθρακοφόρο τη γαιανθρακοφόρο
γαιανθρακοφόρα
το γαιανθρακοφόρο
     κλητική γαιανθρακοφόρε γαιανθρακοφόρε
γαιανθρακοφόρα
γαιανθρακοφόρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γαιανθρακοφόροι οι γαιανθρακοφόροι
γαιανθρακοφόρες
τα γαιανθρακοφόρα
      γενική των γαιανθρακοφόρων των γαιανθρακοφόρων των γαιανθρακοφόρων
    αιτιατική τους γαιανθρακοφόρους τις γαιανθρακοφόρους
γαιανθρακοφόρες
τα γαιανθρακοφόρα
     κλητική γαιανθρακοφόροι γαιανθρακοφόροι
γαιανθρακοφόρες
γαιανθρακοφόρα
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
γαιανθρακοφόρος < γαιάνθρακας + -φόρος

  Επίθετο

επεξεργασία

γαιανθρακοφόρος

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία