↓ πτώσεις
|
ενικός
|
γένη →
|
αρσενικό
|
θηλυκό
|
ουδέτερο
|
ονομαστική
|
ο
|
γαιανθρακοφόρος
|
η
|
γαιανθρακοφόρος & γαιανθρακοφόρα
|
το
|
γαιανθρακοφόρο
|
γενική
|
του
|
γαιανθρακοφόρου
|
της
|
γαιανθρακοφόρου & γαιανθρακοφόρας
|
του
|
γαιανθρακοφόρου
|
αιτιατική
|
τον
|
γαιανθρακοφόρο
|
τη
|
γαιανθρακοφόρο & γαιανθρακοφόρα
|
το
|
γαιανθρακοφόρο
|
κλητική
|
|
γαιανθρακοφόρε
|
|
γαιανθρακοφόρε & γαιανθρακοφόρα
|
|
γαιανθρακοφόρο
|
↓ πτώσεις
|
πληθυντικός
|
γένη →
|
αρσενικό
|
θηλυκό
|
ουδέτερο
|
ονομαστική
|
οι
|
γαιανθρακοφόροι
|
οι
|
γαιανθρακοφόροι & γαιανθρακοφόρες
|
τα
|
γαιανθρακοφόρα
|
γενική
|
των
|
γαιανθρακοφόρων
|
των
|
γαιανθρακοφόρων
|
των
|
γαιανθρακοφόρων
|
αιτιατική
|
τους
|
γαιανθρακοφόρους
|
τις
|
γαιανθρακοφόρους & γαιανθρακοφόρες
|
τα
|
γαιανθρακοφόρα
|
κλητική
|
|
γαιανθρακοφόροι
|
|
γαιανθρακοφόροι & γαιανθρακοφόρες
|
|
γαιανθρακοφόρα
|
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
|