↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βυζάστρα οι βυζάστρες
      γενική της βυζάστρας
    αιτιατική τη βυζάστρα τις βυζάστρες
     κλητική βυζάστρα βυζάστρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
βυζάστρα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική βυζάστρα < ελληνιστική κοινή βυζάσ(τρια) + -τρα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

βυζάστρα θηλυκό και βυζάχτρα (δημοτική)

  • (ιδιωματικό, λογοτεχνικό) γυναίκα που θηλάζει ξένο μωρό, συνήθως με αμοιβή, η παραμάνα
    ※  Τον άκουσε ο Τηλέμαχος τον ακριβό γονιό του, και τη βυζάστρα Ευρύκλεια φωνάζει. (Ομήρου Οδύσσεια, μετάφραση Αργύρη Εφταλιώτη)
    ※  Βυζάστρα λέγαμε τὴν γυναῖκα ποὺ φέρναμε στὸ σπίτι γιὰ νὰ βυζαίνῃ τὸ παιδὶ τὸ νεογέννητο ὅταν ἡ μάννα ποὺ τὸ γέννησε, δὲν εἶχε γάλα νὰ τὸ βυζάξη. Βυζάστρες στὸ χωριὸ ἐξ ἐπαγγέλματος δὲν εἴχαμε. Ζητούσαμε νὰ βροῦμε μια γυναῖκα ποὺ πέθανε τὸ παιδί της κ' είχε γάλα ἢ ζοῦσε τὸ παιδί της ἀλλὰ εἶχεν ἄφθονο γάλα καὶ μποροῦσε νὰ χορτάσῃ καὶ ξένο παιδί. (Δελτίο Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, τόμος 6, 1986, σελ. 378)

Συνώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
βυζάστρα < βυζάσ(τρια) + -τρα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

βυζάστρα θηλυκό (όψιμη μεσαιωνική ή πρώιμη νεοελληνική)