βρομόγλωσσος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βρομόγλωσσος < βρομό- + -γλωσσος ή βρομόγλωσσ(α) + κατάληξη επιθέτου -ος [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /vɾoˈmo.ɣlo.sos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βρο‐μό‐γλωσ‐σος
Επίθετο
επεξεργασίαβρομόγλωσσος, -η, -ο
- (μειωτικό) που μιλάει άσχημα, αισχρά, χυδαία ή συκοφαντικά
Άλλες γραφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- βρομόγλωσσα
- → και δείτε τις λέξεις βρόμα και γλώσσα
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία βρομόγλωσσος
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ βρομόγλωσσος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας