βρακωμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- βρακωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου βρακώνομαι
Μετοχή επεξεργασία
βρακωμένος, -η, -ο
- που φορά βρακί και παντελόνι
- (μεταφορικά) πολύ φτωχός, ντυμένος με ευπρέπεια· (συνεκδοχικά) που έχει ξεφύγει από την αθλιότητα, που κάνει προσπάθειες για να γίνει εμφανίσιμος
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
βρακωμένος
|