↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βραδυφαγία οι βραδυφαγίες
      γενική της βραδυφαγίας των βραδυφαγιών
    αιτιατική τη βραδυφαγία τις βραδυφαγίες
     κλητική βραδυφαγία βραδυφαγίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
βραδυφαγία < βραδυ- + -φαγία (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική slow food)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /vɾa.ði.faˈʝi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βρα‐δυ‐φα‐γί‐α

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

βραδυφαγία θηλυκό

  1. το να τρως σιγά σιγά [1]
  2. (νεολογισμός): (γαστρονομία) η φιλοσοφία και πρακτική της αργής διαδικασίας παρασκευής φαγητών και γενικά των ήρεμων και ανθρώπινων ρυθμών ζωής

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .