Δείτε επίσης: ταχυφαγεία, ταχυφαγείο

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ταχυφαγία οι ταχυφαγίες
      γενική της ταχυφαγίας των ταχυφαγιών
    αιτιατική την ταχυφαγία τις ταχυφαγίες
     κλητική ταχυφαγία ταχυφαγίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ταχυφαγία (νεολογισμός) < ταχυφαγείο, ταχυ- + -φαγία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ta.çi.faˈʝi.a/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ταχυφαγία θηλυκό

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία