↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ταχυφαγείο τα ταχυφαγεία
      γενική του ταχυφαγείου των ταχυφαγείων
    αιτιατική το ταχυφαγείο τα ταχυφαγεία
     κλητική ταχυφαγείο ταχυφαγεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ταχυφαγείο < ταχυ- + -φαγείο, ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική fast-food)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ta.çi.faˈʝi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τα‐χυ‐φα‐γεί‐ο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ταχυφαγείο ουδέτερο

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία