↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βουτηχτάρα οι βουτηχτάρες
      γενική της βουτηχτάρας των βουτηχτάρων
    αιτιατική τη βουτηχτάρα τις βουτηχτάρες
     κλητική βουτηχτάρα βουτηχτάρες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
βουτηχτάρα

  Ετυμολογία

επεξεργασία
βουτηχτάρα < βουτηχτής + -άρα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

βουτηχτάρα θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία