Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βουτηχτάρα οι βουτηχτάρες
      γενική της βουτηχτάρας των βουτηχτάρων
    αιτιατική τη βουτηχτάρα τις βουτηχτάρες
     κλητική βουτηχτάρα βουτηχτάρες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
βουτηχτάρα

  Ετυμολογία επεξεργασία

βουτηχτάρα < βουτηχτής + -άρα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βουτηχτάρα θηλυκό

  • (πτηνό) είδος υδρόβιων πουλιών της οικογένειας Πυγοποδίδες (Podicipedidae) της τάξης Πυγοποδόμορφα (Podicipediformes)
    Η βουτηχτάρα της λίμνης Αλαότρα, ένα πουλί που ζούσε μόνο σε μια μικρή γωνιά της Μαδαγασκάρης, εξαφανίστηκε λόγω της εισαγωγής ενός σαρκοφάγου ψαριού και της χρήσης αλιευτικών διχτυών από νάιλον, επιβεβαιώνει η τελευταία επίσημη έκθεση για τα σπανιότερα πτηνά του κόσμου. (*)

Υπώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία