βιωμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | βιωμένος | η | βιωμένη | το | βιωμένο |
γενική | του | βιωμένου | της | βιωμένης | του | βιωμένου |
αιτιατική | τον | βιωμένο | τη | βιωμένη | το | βιωμένο |
κλητική | βιωμένε | βιωμένη | βιωμένο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | βιωμένοι | οι | βιωμένες | τα | βιωμένα |
γενική | των | βιωμένων | των | βιωμένων | των | βιωμένων |
αιτιατική | τους | βιωμένους | τις | βιωμένες | τα | βιωμένα |
κλητική | βιωμένοι | βιωμένες | βιωμένα | |||
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- βιωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου βιώνω
Μετοχή
επεξεργασίαβιωμένος, -η, -ο