βερονίκη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
βερονίκη θηλυκό
- (φυτό) κοινή ονομασία των φυτών (πόες) του γένους Veronica, της οικογένειας Plantaginaceae (παλαιότερη ταξινόμηση στην οικογένεια Scrophulariaceae)
Δείτε επίσης
επεξεργασία-
βερονίκη στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία
βερονίκη