βερμούδα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βερμούδα < (λόγιο δάνειο) αγγλική Bermuda shorts < Bermuda (Βερμούδες) < (ισπανική ) Juan de Bermúdez < Bermudo + -ez < σουηβική Veremund < πρωτογερμανική *wīhaz (ιερός) + *mundō (ασφάλεια, προστασία)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /veɾˈmu.ða/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βερ‐μού‐δα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβερμούδα θηλυκό
- (ενδυμασία) είδος παντελονιού το μήκος του οποίου φτάνει μέχρι το γόνατο
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- βερμούδα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία βερμούδα
Πηγές
επεξεργασία- βερμούδα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)