Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βερμούδα οι βερμούδες
      γενική της βερμούδας των βερμούδων
    αιτιατική τη βερμούδα τις βερμούδες
     κλητική βερμούδα βερμούδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Ναυαγωσώστης που φοράει βερμούδα

  Ετυμολογία επεξεργασία

βερμούδα < (λόγιο δάνειο) αγγλική Bermuda shorts < Bermuda (Βερμούδες) < (ισπανική) Juan de Bermúdez < Bermudo +‎ -ez < σουηβική Veremund < πρωτογερμανική *wīhaz (ιερός) + *mundō (ασφάλεια, προστασία)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /veɾˈmu.ða/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βερ‐μού‐δα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βερμούδα θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία