βερμουδάκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | βερμουδάκι | τα | βερμουδάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | βερμουδάκι | τα | βερμουδάκια |
κλητική | βερμουδάκι | βερμουδάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- βερμουδάκι < βερμούδα + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβερμουδάκι ουδέτερο
- υποκοριστικό του βερμούδα
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία βερμουδάκι
|