βερμουδίτσα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βερμουδίτσα | οι | βερμουδίτσες |
γενική | της | βερμουδίτσας | — | |
αιτιατική | τη | βερμουδίτσα | τις | βερμουδίτσες |
κλητική | βερμουδίτσα | βερμουδίτσες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- βερμουδίτσα < βερμούδα + υποκοριστικό επίθημα -ίτσα
Ουσιαστικό επεξεργασία
βερμουδίτσα ουδέτερο
- υποκοριστικό του βερμούδα
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
βερμουδίτσα
|