Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
βαρυτικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
βαρυτικ
ός
η
βαρυτικ
ή
το
βαρυτικ
ό
γενική
του
βαρυτικ
ού
της
βαρυτικ
ής
του
βαρυτικ
ού
αιτιατική
τον
βαρυτικ
ό
τη
βαρυτικ
ή
το
βαρυτικ
ό
κλητική
βαρυτικ
έ
βαρυτικ
ή
βαρυτικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
βαρυτικ
οί
οι
βαρυτικ
ές
τα
βαρυτικ
ά
γενική
των
βαρυτικ
ών
των
βαρυτικ
ών
των
βαρυτικ
ών
αιτιατική
τους
βαρυτικ
ούς
τις
βαρυτικ
ές
τα
βαρυτικ
ά
κλητική
βαρυτικ
οί
βαρυτικ
ές
βαρυτικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
βαρυτικός
<
βαρύτης
/
βαρύτητα
+
-ικός
Επίθετο
επεξεργασία
βαρυτικός, -ή, -ό
(
φυσική
) σχετικός με τη
δύναμη
της
βαρύτητας
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
βαρύτητα
και
βαρύς
Μεταφράσεις
επεξεργασία
βαρυτικός
αγγλικά
:
gravitational
(en)
γαλλικά
:
gravitationnel
(fr)
,
gravifique
(fr)