Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

gravifique < λατινική gravis + -fique

  Επίθετο επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
gravifique gravifiques

gravifique (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία