Δείτε επίσης: ἄχος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αχός οι αχοί
      γενική του αχού των αχών
    αιτιατική τον αχό τους αχούς
     κλητική αχέ αχοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αχός < αχώ + -ός (αναδρομικός σχηματισμός) < μεσαιωνική ελληνική αχώ < αρχαία ελληνική ἠχέω / ἠχῶ

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /aˈxos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐χός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αχός αρσενικό

  • συγκεχυμένος, ακαθόριστος ή υπόκωφος ήχος
    ο αχός της μάχης - ο αχός της θάλασσας
    ※  [δημοτικό] «Της Δέσπως», 1η στροφή, σελ.12@archive -  Νικόλαος Πολίτης, Εκλογαί από τα τραγούδια του ελληνικού λαού, Εν Αθήναις: Τυπογραφείον Εστία, 1914 @archive
    Αχός βαρύς ακούγεται, πολλά ντουφέκια πέφτουν
    μήνα σε γάμο ρήχνονται, μήνα σε χαροκόπι;
    Ουδέ σε γάμο ρήχνονται, ουδέ σε χαροκόπι
    η Δέσπω κάνει πόλεμο με νύφαις και μ' αγγόνια
    ΣτΕ: μεταγραφή σε μονοτονικό σύστημα. - ρήχνονται[αλλού: ρίχνουνται] νύφαις[αλλού: νύφες]

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία