Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ἄχος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αρχαία ελληνικά
(grc)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
Αρχαία ελληνικά
(grc)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
Ετυμολογία
επεξεργασία
ἄχος
< αβέβαιης ετυμολογίας, συγγενές των
ἄγχω
,
ἄγνυμαι
,
ἀχέω
,
Ἀχέρων
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ἄχος
-ἄχεος
ουδέτερο
θλίψη
, στενοχώρια,
καημός
, πόνος (κυρίως ψυχικός), οδύνη,
θρήνος
, βαθιά μελαγχολία
μετὰ δὲ λέγουσι ὡς ἡ παῖς
ἀπήγξατο
ὑπὸ
ἄχεος
, ὁ δέ μιν ἔθαψε...
μετά λένε ότι το κορίτσι κρεμάστηκε από την
απελπισία
του και εκείνος την έθαψε... (
Ηρόδοτος
,
Ευτέρπη
131)
Συγγενικά
επεξεργασία
ἀχέω
ἀχεύω
ἀκαχίζω
ἄγνυμαι
ἄχομαι
ἀχήν
Ἀχέρων
πιθανόν και τα
ἄχθος
,
ἄχθομαι