↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Ἀχέρων οἱ Ἀχέροντες
      γενική τοῦ Ἀχέροντος τῶν Ἀχερόντων
      δοτική τῷ Ἀχέροντ τοῖς Ἀχέρουσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν Ἀχέροντ τοὺς Ἀχέροντᾰς
     κλητική ! Ἀχέρον Ἀχέροντες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Ἀχέροντε
γεν-δοτ τοῖν  Ἀχερόντοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'γέρων' όπως «γέρων» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Ἀχέρων < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *- (ἀ-) + *ǵʰer- (χαίρω, επιθυμώ, βρίσκω ευχαρίστηση) + *-onts (-ων)

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Ἀχέρων αρσενικό

  1. ο Αχέροντας, όνομα ποταμών, ιδίως στην ελληνική μυθολογία το ποτάμι που οδηγούσε στην Άδη
  2. ανδρικό όνομα

Συγγενικά

επεξεργασία