Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀπήγξατο < ἀπάγχω

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ἀπήγξατο

  • γ΄πρόσωπο ενικού οριστικής μέσου αορίστου