↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αχρύσωτος η αχρύσωτη το αχρύσωτο
      γενική του αχρύσωτου της αχρύσωτης του αχρύσωτου
    αιτιατική τον αχρύσωτο την αχρύσωτη το αχρύσωτο
     κλητική αχρύσωτε αχρύσωτη αχρύσωτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αχρύσωτοι οι αχρύσωτες τα αχρύσωτα
      γενική των αχρύσωτων των αχρύσωτων των αχρύσωτων
    αιτιατική τους αχρύσωτους τις αχρύσωτες τα αχρύσωτα
     κλητική αχρύσωτοι αχρύσωτες αχρύσωτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αχρύσωτος < ελληνιστική κοινή ἀχρύσωτος[1] < αρχαία ελληνική χρυσόω < χρυσέος / χρυσοῦς

  Επίθετο

επεξεργασία

αχρύσωτος, -η, -ο

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. ἀχρύσωτος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.