Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χρυσωμένος η χρυσωμένη το χρυσωμένο
      γενική του χρυσωμένου της χρυσωμένης του χρυσωμένου
    αιτιατική τον χρυσωμένο τη χρυσωμένη το χρυσωμένο
     κλητική χρυσωμένε χρυσωμένη χρυσωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χρυσωμένοι οι χρυσωμένες τα χρυσωμένα
      γενική των χρυσωμένων των χρυσωμένων των χρυσωμένων
    αιτιατική τους χρυσωμένους τις χρυσωμένες τα χρυσωμένα
     κλητική χρυσωμένοι χρυσωμένες χρυσωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

.

  Ετυμολογία επεξεργασία

χρυσωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου χρυσώνω

  Μετοχή επεξεργασία

χρυσωμένος, -η, -ο

  1. που τον έχουν χρυσώσει, τον έχουν κανει χρυσό
  2. που τον έχουν επιχρυσώσει
  3. που του έχουν προσφέρει περισσότερα από όσα αξίζει

  Μεταφράσεις επεξεργασία