αφετήριος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αφετήριος < ελληνιστική κοινή ἀφετήριος < αρχαία ελληνική ἀφίημι
Επίθετο
επεξεργασίααφετήριος, -α, -ο
- (λόγιο) άλλη μορφή του αφετηριακός
- αφετήριο στίγμα
- (λόγιο) συγχωρητικός
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αφετήριος
|