αυτοχειριαστικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αυτοχειριαστικός < αυτοχειριάζομαι + -τικός
Επίθετο
επεξεργασίααυτοχειριαστικός, -ή, -ό
- (σπάνιο) που έχει σχέση με τον αυτοχειριασμό ή τον αυτόχειρα ή αναφέρεται σ’ αυτούς
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις αυτόχειρας, αυτός και χέρι