αυτοχειριάζομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αυτοχειριάζομαι < αυτόχειρας + -ιάζομαι (πβ. (ελληνιστική κοινή) αὐτοχειρίζω)
Ρήμα
επεξεργασίααυτοχειριάζομαι (αποθετικό)
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αυτοχειριάζομαι | αυτοχειριαζόμουν(α) | θα αυτοχειριάζομαι | να αυτοχειριάζομαι | ||
β' ενικ. | αυτοχειριάζεσαι | αυτοχειριαζόσουν(α) | θα αυτοχειριάζεσαι | να αυτοχειριάζεσαι | (αυτοχειριάζου) | |
γ' ενικ. | αυτοχειριάζεται | αυτοχειριαζόταν(ε) | θα αυτοχειριάζεται | να αυτοχειριάζεται | ||
α' πληθ. | αυτοχειριαζόμαστε | αυτοχειριαζόμαστε αυτοχειριαζόμασταν |
θα αυτοχειριαζόμαστε | να αυτοχειριαζόμαστε | ||
β' πληθ. | αυτοχειριάζεστε | αυτοχειριαζόσαστε αυτοχειριαζόσασταν |
θα αυτοχειριάζεστε | να αυτοχειριάζεστε | (αυτοχειριάζεστε) | |
γ' πληθ. | αυτοχειριάζονται | αυτοχειριάζονταν αυτοχειριαζόντουσαν |
θα αυτοχειριάζονται | να αυτοχειριάζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αυτοχειριάστηκα | θα αυτοχειριαστώ | να αυτοχειριαστώ | αυτοχειριαστεί | ||
β' ενικ. | αυτοχειριάστηκες | θα αυτοχειριαστείς | να αυτοχειριαστείς | αυτοχειριάσου | ||
γ' ενικ. | αυτοχειριάστηκε | θα αυτοχειριαστεί | να αυτοχειριαστεί | |||
α' πληθ. | αυτοχειριαστήκαμε | θα αυτοχειριαστούμε | να αυτοχειριαστούμε | |||
β' πληθ. | αυτοχειριαστήκατε | θα αυτοχειριαστείτε | να αυτοχειριαστείτε | αυτοχειριαστείτε | ||
γ' πληθ. | αυτοχειριάστηκαν αυτοχειριαστήκαν(ε) |
θα αυτοχειριαστούν(ε) | να αυτοχειριαστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αυτοχειριαστεί | είχα αυτοχειριαστεί | θα έχω αυτοχειριαστεί | να έχω αυτοχειριαστεί | αυτοχειριασμένος | |
β' ενικ. | έχεις αυτοχειριαστεί | είχες αυτοχειριαστεί | θα έχεις αυτοχειριαστεί | να έχεις αυτοχειριαστεί | ||
γ' ενικ. | έχει αυτοχειριαστεί | είχε αυτοχειριαστεί | θα έχει αυτοχειριαστεί | να έχει αυτοχειριαστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αυτοχειριαστεί | είχαμε αυτοχειριαστεί | θα έχουμε αυτοχειριαστεί | να έχουμε αυτοχειριαστεί | ||
β' πληθ. | έχετε αυτοχειριαστεί | είχατε αυτοχειριαστεί | θα έχετε αυτοχειριαστεί | να έχετε αυτοχειριαστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αυτοχειριαστεί | είχαν αυτοχειριαστεί | θα έχουν αυτοχειριαστεί | να έχουν αυτοχειριαστεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία αυτοχειριάζομαι
|