αυτοχειριασμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αυτοχειριασμός < αυτοχειριάζομαι + -μός
Ουσιαστικό επεξεργασία
αυτοχειριασμός αρσενικό
- (λόγιο) η αυτοκτονία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αυτοχειριασμός
|
αυτοχειριασμός αρσενικό
|