Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αυτοχειριασμός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
αυτοχειριασμ
ός
οι
αυτοχειριασμ
οί
γενική
του
αυτοχειριασμ
ού
των
αυτοχειριασμ
ών
αιτιατική
τον
αυτοχειριασμ
ό
τους
αυτοχειριασμ
ούς
κλητική
αυτοχειριασμ
έ
αυτοχειριασμ
οί
Κατηγορία
όπως «
ναός
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
αυτοχειριασμός
<
αυτοχειριάζομαι
+
-μός
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αυτοχειριασμός
αρσενικό
(
λόγιο
) η
αυτοκτονία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αυτοχειριασμός
→
δείτε
τη λέξη
αυτοκτονία