Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ασυστηματοποίητος η ασυστηματοποίητη το ασυστηματοποίητο
      γενική του ασυστηματοποίητου της ασυστηματοποίητης του ασυστηματοποίητου
    αιτιατική τον ασυστηματοποίητο την ασυστηματοποίητη το ασυστηματοποίητο
     κλητική ασυστηματοποίητε ασυστηματοποίητη ασυστηματοποίητο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ασυστηματοποίητοι οι ασυστηματοποίητες τα ασυστηματοποίητα
      γενική των ασυστηματοποίητων των ασυστηματοποίητων των ασυστηματοποίητων
    αιτιατική τους ασυστηματοποίητους τις ασυστηματοποίητες τα ασυστηματοποίητα
     κλητική ασυστηματοποίητοι ασυστηματοποίητες ασυστηματοποίητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ασυστηματοποίητος < α- + συστηματοποιώ + -τος (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική unsystematic[1])

  Επίθετο επεξεργασία

ασυστηματοποίητος, -η, -ο

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. ασυστηματοποίητοςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)