ασυστηματοποίητος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ασυστηματοποίητος < α- + συστηματοποιώ + -τος (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική unsystematic[1])
Επίθετο επεξεργασία
ασυστηματοποίητος, -η, -ο
- που δε συστηματοποιήθηκε
- ↪ η βιομηχανία έκλεισε, γιατί η παραγωγή έμεινε ασυστηματοποίητη
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- ασυστηματοποίητα
- → δείτε τις λέξεις συστηματοποιώ, σύστημα και ποιώ
Μεταφράσεις επεξεργασία
ασυστηματοποίητος
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ ασυστηματοποίητος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)