ασυνταύτιστος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ασυνταύτιστος < α- + συνταυτίζω + -τος
Επίθετο
επεξεργασίαασυνταύτιστος, -η, -ο
- που δεν έχει συνταυτιστεί
- αυτά τα δύο χρώματα είναι ασυνταύτιστα μεταξύ τους και κάνουν το δωμάτιο να φαίνεται άσχημο
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- ασυνταυτίστως
- → δείτε τις λέξεις συνταυτίζω, ταυτίζω και αυτός
Μεταφράσεις
επεξεργασία ασυνταύτιστος
|