Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

συνταυτίζω < συν- + ταυτίζω (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική s'identifier)

  Ρήμα επεξεργασία

συνταυτίζω (παθητική φωνή: συνταυτίζομαι)

  • ταυτίζω κάποιον ή κάτι με κάποιον άλλον ή κάτι άλλο

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία