συνταυτίζομαι

  1. παθητική φωνή του ρήματος συνταυτίζω
    Η μελέτη του τάφου, ο οποίος, σύμφωνα με τον αρχιτέκτονα κ. Μιχάλη Λεφαντζή, μέλος της ανασκαφικής ομάδας, «αποτελεί μόνο ένα μικρό τμήμα του τύμβου», είναι ακόμα αντικείμενο έρευνας. Πάντως θεωρεί ότι ο τάφος και ο τύμβος από άποψη οικοδομικής φάσης κατασκευής συνταυτίζονται. (*)
  2. έχω ή αποκτώ τα ίδια φερσίματα, ήθη, συνήθειες ή νοοτροπία με κάποιους άλλους

  Μεταφράσεις

επεξεργασία