συνταυτίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίασυνταυτίζομαι
- παθητική φωνή του ρήματος συνταυτίζω
- Η μελέτη του τάφου, ο οποίος, σύμφωνα με τον αρχιτέκτονα κ. Μιχάλη Λεφαντζή, μέλος της ανασκαφικής ομάδας, «αποτελεί μόνο ένα μικρό τμήμα του τύμβου», είναι ακόμα αντικείμενο έρευνας. Πάντως θεωρεί ότι ο τάφος και ο τύμβος από άποψη οικοδομικής φάσης κατασκευής συνταυτίζονται. (*)
- έχω ή αποκτώ τα ίδια φερσίματα, ήθη, συνήθειες ή νοοτροπία με κάποιους άλλους
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | συνταυτίζομαι | συνταυτιζόμουν(α) | θα συνταυτίζομαι | να συνταυτίζομαι | ||
β' ενικ. | συνταυτίζεσαι | συνταυτιζόσουν(α) | θα συνταυτίζεσαι | να συνταυτίζεσαι | (συνταυτίζου) | |
γ' ενικ. | συνταυτίζεται | συνταυτιζόταν(ε) | θα συνταυτίζεται | να συνταυτίζεται | ||
α' πληθ. | συνταυτιζόμαστε | συνταυτιζόμαστε συνταυτιζόμασταν |
θα συνταυτιζόμαστε | να συνταυτιζόμαστε | ||
β' πληθ. | συνταυτίζεστε | συνταυτιζόσαστε συνταυτιζόσασταν |
θα συνταυτίζεστε | να συνταυτίζεστε | (συνταυτίζεστε) | |
γ' πληθ. | συνταυτίζονται | συνταυτίζονταν συνταυτιζόντουσαν |
θα συνταυτίζονται | να συνταυτίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | συνταυτίστηκα | θα συνταυτιστώ | να συνταυτιστώ | συνταυτιστεί | ||
β' ενικ. | συνταυτίστηκες | θα συνταυτιστείς | να συνταυτιστείς | συνταυτίσου | ||
γ' ενικ. | συνταυτίστηκε | θα συνταυτιστεί | να συνταυτιστεί | |||
α' πληθ. | συνταυτιστήκαμε | θα συνταυτιστούμε | να συνταυτιστούμε | |||
β' πληθ. | συνταυτιστήκατε | θα συνταυτιστείτε | να συνταυτιστείτε | συνταυτιστείτε | ||
γ' πληθ. | συνταυτίστηκαν συνταυτιστήκαν(ε) |
θα συνταυτιστούν(ε) | να συνταυτιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω συνταυτιστεί | είχα συνταυτιστεί | θα έχω συνταυτιστεί | να έχω συνταυτιστεί | συνταυτισμένος | |
β' ενικ. | έχεις συνταυτιστεί | είχες συνταυτιστεί | θα έχεις συνταυτιστεί | να έχεις συνταυτιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει συνταυτιστεί | είχε συνταυτιστεί | θα έχει συνταυτιστεί | να έχει συνταυτιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε συνταυτιστεί | είχαμε συνταυτιστεί | θα έχουμε συνταυτιστεί | να έχουμε συνταυτιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε συνταυτιστεί | είχατε συνταυτιστεί | θα έχετε συνταυτιστεί | να έχετε συνταυτιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν συνταυτιστεί | είχαν συνταυτιστεί | θα έχουν συνταυτιστεί | να έχουν συνταυτιστεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία συνταυτίζομαι
|