Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ασπαζόμενος η ασπαζόμενη το ασπαζόμενο
      γενική του ασπαζόμενου της ασπαζόμενης του ασπαζόμενου
    αιτιατική τον ασπαζόμενο την ασπαζόμενη το ασπαζόμενο
     κλητική ασπαζόμενε ασπαζόμενη ασπαζόμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ασπαζόμενοι οι ασπαζόμενες τα ασπαζόμενα
      γενική των ασπαζόμενων των ασπαζόμενων των ασπαζόμενων
    αιτιατική τους ασπαζόμενους τις ασπαζόμενες τα ασπαζόμενα
     κλητική ασπαζόμενοι ασπαζόμενες ασπαζόμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ασπαζόμενος < μετοχή παθητικού ενεστώτα ασπάζομαι

  Μετοχή επεξεργασία

ασπαζόμενος, -η, -ο

  1. (παρωχημένο) αυτός που ασπάζεται, φιλάει
  2. αυτός που συμφωνεί με μια θεωρία, την αποδέχεται, που συντάσσεται με κάποια ιδεώδη
Δέχτηκε να συμμετάσχει ως υποψήφιος ασπαζόμενος τα ίδια πολιτικά ιδεώδη με τους...

  Μεταφράσεις επεξεργασία