ασπαζόμενος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΜετοχή
επεξεργασίαασπαζόμενος, -η, -ο
- (παρωχημένο) αυτός που ασπάζεται, φιλάει
- αυτός που συμφωνεί με μια θεωρία, την αποδέχεται, που συντάσσεται με κάποια ιδεώδη
- Δέχτηκε να συμμετάσχει ως υποψήφιος ασπαζόμενος τα ίδια πολιτικά ιδεώδη με τους...
Μεταφράσεις
επεξεργασία ασπαζόμενος
|