Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ασκορβικός η ασκορβική το ασκορβικό
      γενική του ασκορβικού της ασκορβικής του ασκορβικού
    αιτιατική τον ασκορβικό την ασκορβική το ασκορβικό
     κλητική ασκορβικέ ασκορβική ασκορβικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ασκορβικοί οι ασκορβικές τα ασκορβικά
      γενική των ασκορβικών των ασκορβικών των ασκορβικών
    αιτιατική τους ασκορβικούς τις ασκορβικές τα ασκορβικά
     κλητική ασκορβικοί ασκορβικές ασκορβικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ασκορβικός < αγγλική ascorbic < a- + scorbutic < γαλλική scorbut < υστερολατινική scorbutus

  Επίθετο επεξεργασία

ασκορβικός

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία