πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αριάνι τα αριάνια
      γενική του αριανιού των αριανιών
    αιτιατική το αριάνι τα αριάνια
     κλητική αριάνι αριάνια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
αριάνι < (άμεσο δάνειο) τουρκική ayran + με μετάθεση συμφώνου[1]

Ουσιαστικό

επεξεργασία

αριάνι ουδέτερο και αϊράν

  1. (ποτό) άλλη μορφή του αϊράνι, ξινόγαλα
      Ζήτησα να μου φέρουν αριάνι, να δροσίσω το μέσα μου. (Γιάννης Ξανθούλης (2008) Κωνσταντινούπολη των ασεβών μου φόβων [μυθιστόρημα])
  2. (γενικά για υγρά) πολύ αραιό
  3. (οικοδομική) αραιό, νερουλό χαρμάνι τσιμέντου

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία