κεφίρ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- κεφίρ < (άμεσο δάνειο) ρωσική кефи́р • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κεφίρ ουδέτερο άκλιτο
- (γαλακτοκομία) συμβιωτικό μείγμα μικροοργανισμών σε μορφή κόκκων ή σπόρων
- (ποτό) το ρόφημα που παράγεται από τους κόκκους κεφίρ, που μοιάζει με γιαούρτι