Δείτε επίσης: ἀποχειροτονία

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αποχειροτονία οι αποχειροτονίες
      γενική της αποχειροτονίας των αποχειροτονιών
    αιτιατική την αποχειροτονία τις αποχειροτονίες
     κλητική αποχειροτονία αποχειροτονίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποχειροτονία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀποχειροτονία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αποχειροτονία θηλυκό

  1. (ιστορία, νομικός όρος) αθώωση κατηγορουμένου που συναγόταν από την πλειοψηφία των υψωμένων χεριών των δικαστών
  2. (ιστορία, πολιτική) απόρριψη πρότασης στην εκκλησία του δήμου ή παύση / αποδοκιμασία ενός άρχοντα που συναγόταν από την πλειοψηφία των υψωμένων χεριών των πολιτών

  Μεταφράσεις επεξεργασία