αποχειροτονία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αποχειροτονία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀποχειροτονία
Ουσιαστικό
επεξεργασίααποχειροτονία θηλυκό
- (ιστορία, νομικός όρος) αθώωση κατηγορουμένου που συναγόταν από την πλειοψηφία των υψωμένων χεριών των δικαστών
- (ιστορία, πολιτική) απόρριψη πρότασης στην εκκλησία του δήμου ή παύση / αποδοκιμασία ενός άρχοντα που συναγόταν από την πλειοψηφία των υψωμένων χεριών των πολιτών
Μεταφράσεις
επεξεργασία αποχειροτονία