Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αποφάγι τα αποφάγια
      γενική
    αιτιατική το αποφάγι τα αποφάγια
     κλητική αποφάγι αποφάγια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποφάγι < μεσαιωνική ελληνική αποφάγι(ν) < αποφαγείν < αρχαία ελληνική ἀπέφαγον, αόριστος του ἀπεσθίω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.poˈfa.ʝi/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αποφάγι ουδέτερο

  1. (λαϊκότροπο) ό,τι τρώγεται μετά από το κυρίως γεύμα (γλυκό, φρούτο κ.λπ.)
     συνώνυμα: επιδόρπιο, (απόδειπνο)
  2. (συνήθως στον πληθυντικό: αποφάγια) τα υπολείμματα φαγητού μετά από κάποιο γεύμα
     συνώνυμα: απομεινάρι(α)

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία