αποξυλωμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.po.ksi.loˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πο‐ξη‐λω‐μέ‐νος
- ομόηχο: αποξηλωμένος
Μετοχή επεξεργασία
αποξυλωμένος
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος αποξυλώνω, που έχει αποξυλωθεί
Μεταφράσεις επεξεργασία
αποξυλωμένος
|