Δείτε επίσης: αποξυλωμένος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αποξηλωμένος η αποξηλωμένη το αποξηλωμένο
      γενική του αποξηλωμένου της αποξηλωμένης του αποξηλωμένου
    αιτιατική τον αποξηλωμένο την αποξηλωμένη το αποξηλωμένο
     κλητική αποξηλωμένε αποξηλωμένη αποξηλωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αποξηλωμένοι οι αποξηλωμένες τα αποξηλωμένα
      γενική των αποξηλωμένων των αποξηλωμένων των αποξηλωμένων
    αιτιατική τους αποξηλωμένους τις αποξηλωμένες τα αποξηλωμένα
     κλητική αποξηλωμένοι αποξηλωμένες αποξηλωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.po.ksi.loˈme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐πο‐ξη‐λω‐μέ‐νος
ομόηχο: αποξυλωμένος

αποξηλωμένος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία